ἀποκαθιστάνω,

ἀποκαθιστάνω,
восстанавливать, возвращать; ср.з. становиться, делаться; LXX: (שׂוב‎).

Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ἀποκαθιστάνω," в других словарях:

  • αποκαθιστάνω — βλ. αποκαθιστώ …   Dictionary of Greek

  • αποκαθιστώ — κ. αποκατασταίνω (AM ἀποκαθίστημι κ. ἀποκαθιστῶ, άω, Α κ. ἀποκαθιστάνω) επαναφέρω κάτι ή κάποιον στην προηγούμενη κατάσταση, θέση, τόπο κ.λπ. νεοελλ. εξασφαλίζω τα παιδιά μου, ώστε να μην έχουν ανάγκη από πατρική ή μητρική προστασία, παρέχοντάς… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»